- μεταλαμπαδεύω
- μετ. передавать, распространять (знания, культуру и т. п.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μεταλαμπαδεύω — μεταλαμπαδεύω, μεταλαμπάδευσα βλ. πίν. 19 Σημειώσεις: μεταλαμπαδεύω : σπάνια η παθητική φωνή (μεταλαμπαδεύομαι, βλ. πίν. 20 ) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
μεταλαμπαδεύω — (Α μεταλαμπαδεύω) μεταδίδω το φως τής παιδείας και σε άλλους, μεταδίδω γνώσεις, επιστήμη, πολιτισμό, διαφωτίζω, εκπολιτίζω (α. «οι λόγιοι τής διασποράς μεταλαμπάδευσαν την ελληνική σοφία στη Δύση» β. «ἐπισκευάσας τὴν ἀθανασίαν τοῡ γένους ἡμῶν καὶ … Dictionary of Greek
μεταλαμπαδεύω — μεταλαμπάδεψα, μεταδίνω τη σοφία, τη γνώση στους άλλους: Μεταλαμπάδεψε τις γνώσεις του στους νεότερους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αμεταλαμπάδευτος — η, ο [μεταλαμπαδεύω] αυτός που δεν μεταδόθηκε σε άλλους σαν φως λαμπάδας, αυτός που δεν διαδόθηκε, δεν εξακτινώθηκε με το φως τής παιδείας … Dictionary of Greek
μετ(α)- — και μεθ και ματα (ΑM μετ[α] , Α και μεται και πεδα ) α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής το οποίο ανάγεται στην πρόθεση / προρρηματικό μετά. Εμφανίζεται και με τη μορφή μεθ όταν το φωνήεν τού β συνθετικού δασύνεται (πρβλ. μεθ εόρτια, μεθ… … Dictionary of Greek
μεταλαμπάδευση — η [μεταλαμπαδεύω] 1. η μετάδοση φωτός από αναμμένη λαμπάδα 2. μτφ. η μετάδοση τής γνώσης, τής σοφίας, τής παιδείας, τού πολιτισμού, η πνευματική διαφώτιση («η μεταλαμπάδευση τού ελληνικού πολιτισμού στη Δύση») … Dictionary of Greek
μοιράζω — και μεράζω (ΑΜ μοιράζω, Μ και μεράζω) [μοίρα] 1. χωρίζω κάτι σε τεμάχια ή σε μερίδια, τεμαχίζω, κομματιάζω («μοίρασα το κρέας σε μερίδες για να τό μαγειρέψω») 2. διανέμω κάτι σε κάποιον («πρέπει να μοιραστούν τρόφιμα στους σεισμοπαθείς») 3.… … Dictionary of Greek